ἅρμοσμα

ἅρμοσμα
ἅρμ-οσμα, ατος, τό,
A joined work,

τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άρμοσμα — ἅρμοσμα, το (Α) [αρμόζω] η εργασία της συναρμολόγησης …   Dictionary of Greek

  • ἁρμοσμάτων — ἅρμοσμα joined work neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”